περισσείας

περισσείας
περισσείᾱς , περισείομαι
to be shaken all round
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
περισσείᾱς , περισσεία
surplus
fem acc pl
περισσείᾱς , περισσεία
surplus
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • PERISSOCHOREGIA — Magistratus nomen, Curator fortasse annonae, ἀπὸ τῆς περισσέιας et χορηγέω, quod est abundantiam fertilitatemque suppedito. Alciat. in l. perissochorigiae, Cod. de frum. Alex. l. 11. Budaeus vocem interpretatur redundantem frumenti elargitionem,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • οξοναιμία — Παθολογική κατάσταση που οφείλεται στην παρουσία ακετόνης στο αίμα. Βλ. λ. ακετοναιμία. * * * η ιατρ. άθροιση στο αίμα περίσσειας κετονικών σωμάτων που αντιπροσωπεύεται από το ακετυλοξικό οξύ και το β υδροξυβουτυρικό οξύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο …   Dictionary of Greek

  • πενταερυθρίτης — ο χημ. 1. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένη τετρασθενής αλκοόλη που παρασκευάζεται με επίδραση περίσσειας φορμαλδεΰδης σε ακεταλδεΰδη παρουσία ασβέστου, αλλ. πενταρυθριτόλη 2. φρ. «τετρανιτρικός πενταερυθρίτης» αζωτούχος οργανική ένωση,… …   Dictionary of Greek

  • περίσσεια — η, ΝΜΑ και περίσσεια ΜΑ [περισσεύω] περίσσευμα, πλεόνασμα, αφθονία, πλήθος («oἱ τὴν περισσείαν τῆς χάριτος λαμβάνοντες», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ασθένεια περίσσειας» (φυτοπαθολ.) όρος που αναφέρεται σε ασθένεια η οποία προκαλείται σε φυτό από την ύπαρξη …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

  • σουλφουρωμένος — η, ο, Ν φρ. «σουλφουρωμένα έλαια» χημ. συνοπτική ονομασία προϊόντων που λαμβάνονται κατά την κατεργασία ελαίων φυσικής ή φυτικής προέλευσης με πυκνό θειικό οξύ, ακολουθούμενη από απομάκρυνση τής περίσσειας τού οξέος με διαλύματα καυστικών… …   Dictionary of Greek

  • ακυλομηλικοί ανυδρίτες — Οργανικές ενώσεις που παρασκευάζονται από το μηλικό οξύ με επίδραση περίσσειας ακυλοχλωριδίου. Σπουδαιότερο μέλος είναι ο ακετυλομηλονικός ανυδρίτης που κρυσταλλώνεται σε βελόνες (σημείο τήξης 35°C) και ενώνεται με το νερό και σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • δείκτες — I (Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”